- καυχιέμαι
- vanter
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καυχιέμαι — καυχιέμαι, καυχήθηκα βλ. πίν. 59 και πρβλ. καυχώμαι … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καυχιέμαι — και καυκιέμαι και καυχιούμαι και καυκιούμαι καυχήθηκα, παινιέμαι: Καυχιέται για την προαγωγή του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καυχιέμαι — και καυχώμαι και καυκιέμαι και καυκιούμαι και καυκούμαι (ΑΜ καυχῶμαι, άομαι, Α δωρ. τ. καυχέομαι) μιλώ με υπερηφάνεια για τον εαυτό μου, μεγαλαυχώ, κομπάζω, παινεύομαι (α. «τού αρέσει να καυχιέται για τα κατορθώματά του» β. «διὰ τὸ καυχήσασθαι… … Dictionary of Greek
αυχώ — αὐχῶ ( έω) (AM) καυχιέμαι, υπερηφανεύομαι για κάτι αρχ. 1. καυχιέμαι ή διακηρύσσω μεγαλόφωνα ότι... 2. λέω με πεποίθηση ότι, καυχιέμαι ότι θα... 3. φαντάζομαι, πιστεύω ότι... [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με τα εύχομαι, ευχή δεν είναι… … Dictionary of Greek
επαυχώ — ἐπαυχῶ, έω (Α) 1. υπερηφανεύομαι, κομπάζω, καυχιέμαι για κάτι («τούτοις ἐπαυχεῑν καὶ δεδρακυῑαν γελᾱν», Σοφ.) 2. (με αιτ. και απρμφ.) είμαι βέβαιος, πεπεισμένος («ὡς κἄμ ἐπαυχῶ τῆσδε τῆς φήμης ἄπο», Σοφ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπαυχεῑ ἐπεύχεται».… … Dictionary of Greek
επεύχομαι — ἐπεύχομαι και κυπρ. τ. ὐεύχομαι (AM) εύχομαι, δέομαι για κάτι μσν. προσκυνώ («ἵστανται ἐπευχόμενοι τοὺς δεσπότας») αρχ. 1. ικετεύω (α. «καὶ ἐπεύχετο πᾱσι θεοῑσιν νοστῆσαι», Ομ. Οδ. β. «δύστηνος αἰσὶ κατθανεῑν ἐπηυχόμην», Σοφ.) 2. εύχομαι να… … Dictionary of Greek
καμαρώνω — (AM καμαρῶ, όω, Μ και καμαρώνω) κατασκευάζω κάτι με καμάρα, με αψίδα ή σε σχήμα καμάρας, επιστεγάζω με καμάρα, με θόλο, με αψίδα, αψιδώνω (νεοελλ. μσν) 1. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι, επιδεικνύομαι, στέκω καμαρωτός, κορδώνομαι («καμαρώνει σαν… … Dictionary of Greek
κατακομπολακυθώ — κατακομπολακυθῶ, έω (Μ) καυχιέμαι πολύ, κομπορρημονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κομπολακυθῶ «καυχιέμαι»] … Dictionary of Greek
σεμνοκομπώ — έω, Α καυχιέμαι, κομπάζω, φέρομαι αλαζονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + κομπῶ «καυχιέμαι» (< κόμπος)] … Dictionary of Greek
συνεξεύχομαι — Α καυχιέμαι μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξεύχομαι «καυχιέμαι»] … Dictionary of Greek
υπεραυχώ — έω, Α καυχιέμαι υπερβολικά, δείχνω μεγάλη αλαζονεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αὐχῶ «καυχιέμαι, περηφανεύομαι»] … Dictionary of Greek